Μια απρόσμενη επίσκεψη

   

  Το κουδούνι ήχησε ενοχλητικά μέσα στα αυτιά μου. Κοίταξα το ρολόι που στέκονταν πάνω στο κομοδίνο μου. Οκτώ η ώρα. “Ποιος να ναι τέτοια ώρα”, σκέφτηκα. Σήκωσα το εξουθενωμένο σώμα από το κρεβάτι μου και με τα τσιμπλιασμένα ματιά κατευθύνθηκα τυφλά προς την πόρτα.

Ένα μικρό αγοράκι, γύρω στα εφτά-οχτώ με κάτι μεγάλα, υγρά και τρομαγμένα ματιά, κρυβόταν πίσω της.

<<Γεια σου. Πως θα μπορούσα να σε βοηθήσω;>> του είπα.

<<Νομίζω πως έχω χαθεί κυριά, πρώτη φορά βρίσκομαι σε αυτή την γειτονιά>>.

<<Και πως βρέθηκες εδώ; Οι γονείς σου που βρίσκονται;>>

<<Να βλέπετε>> μου είπε με χαμηλωμένο βλέμμα <<τα σαββατοκύριακα μου αρέσει πάντα να κάνω βόλτες και να κόβω λουλούδια για την μαμά μου μόνο που αυτή τη φορά..>>

<<Πέρασε μέσα αν θέλεις, να καλέσουμε τους γονείς σου>>, του είπα κάπως διστακτικά.

<<Ξέρετε δεν ξέρω το τηλέφωνο τους και σας χτύπησα την πόρτα μήπως μπορούσατε να με βοηθήσετε εσείς>>.

Τον προσκάλεσα μέσα και του πρόσφερα ένα χυμό ξεχασμένο στο ψυγείο από την προχθεσινή επίσκεψη του ανιψιού μου.

Με τους μπάτσους δεν τα πήγαινα ποτέ καλά, αλλά ήταν οι μονοί που μπορούσα να καλέσω εκείνη την στιγμή για να βοηθήσουν. Κατά την διάρκεια της αναμονής, εκείνος όλο και ξεθάρρευε και ξεκίναγε τις ερωτήσεις.

<<Πως σας λένε;>>.

<<Κατερίνα>> του απάντησα.

<<Εμένα με λένε Αύγουστο. Η μαμά μου το διάλεξε γιατί είναι ο αγαπημένος της μήνας>>.

<<Πολύ όμορφο όνομα>> του απάντησα.

<<Ναι, βλέπετε η μαμά μου λέει πως ο Αύγουστος είναι ο πιο όμορφος μήνας, γιατί είναι ο τελευταίος του καλοκαιριού και οι άνθρωποι μόνο όταν κάτι τελειώνει το εκτιμούν πραγματικά>>.

<<Πολύ σοφή ακούγεται η μαμά σου>> του είπα.

<<Ναι, είναι και πολύ όμορφη. Εσείς έχετε παιδιά;>> με ρώτησε κοιτώντας με στα ματιά με μια σπίθα αθωότητας στο βλέμμα του.

Του απάντησα ένα μονολεκτικό <<όχι>>, που να εξηγώ τώρα σε ένα παιδί ότι κάτι τέτοιο δεν είναι στα δικά μου σχέδια.

Για λίγη ώρα επικρατούσε, ευτυχώς, ησυχία. Παρατηρούσε τον χώρο με μια περιέργεια που εγώ είχα ξεχάσει. Αν ήταν λίγο μεγαλύτερος, θα μπορούσα να τον χαρακτηρίσω αδιάκριτο, αλλά τώρα σκεφτόμουν πως ήταν απλά ένα μικρό παιδί. Τα ποδαράκια του ήταν κολλημένα το ένα με το άλλο και τα χέρια του τα είχε ασφαλίσει μέσα τους, σαν να ήθελε να βρει κάπου μια γωνιά ασφαλείας. Σιγουρά θα είναι κάπως τρομαγμένος σκέφτηκα, δεν είναι και λίγο να χάνεσαι σε τόσο μικρή ηλικία.

<<Μην ανησυχείς. Ο κύριος που περιμένουμε θα έρθει σύντομα και θα σε πάει στους δικούς σου>>, του είπα προσπαθώντας να τον καθησυχάσω.

<<Έτσι πιστεύω και εγώ>> μου απάντησε. <<Κυριά Κατερίνα;>>, μου είπε υψώνοντας κάπως ενθουσιασμένα την φωνή του. <<Εσείς πιστεύετε στα θαύματα;>>

Αυτή η ερώτηση με βρήκε κάπως απροετοίμαστη. Αν πίστευα στα θαύματα; Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν μου είχε περάσει κάτι τέτοιο από το μυαλό.

<<Αύγουστε δεν ξέρω αν υπάρχουν θαύματα η όχι. Θα δεις και εσύ όμως σαν μεγαλώσεις, πως υπάρχουν άνθρωποι στον κόσμο που μας εξηγούν γιατί συμβαίνουν κάποια πράγματα και πως δεν γίνεται τίποτα μαγικά>>

<<Εσείς οι μεγάλοι μιλάτε πολύ μπερδεμένα. Εγώ ξέρω πως θαύματα γίνονται, όμως εσείς δεν μας ακούτε γιατί νομίζετε πως τα ξέρετε όλα>> μου είπε κάπως θυμωμένα, λες και το κράταγε για καιρό μέσα του αυτό που έλεγε και συνέχισε. <<Κάθε φορά που μιλάω στην μαμά και στον μπαμπά, δεν με ακούνε, εκείνη θα ασχολείται με προβλήματα της δουλειάς και ο μπαμπάς θα κοιτάει την τηλεόραση σαν να είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. Και η μονή απάντηση θα είναι πως εκείνοι ξέρουν καλυτέρα, γιατί εκείνοι είναι μεγάλοι.>>

<<Μα...>>

<<Ξέρω όμως πως και εσείς ήσασταν παιδιά κάποτε, απλά μετά ξεχάσατε και εγώ φοβάμαι να μεγαλώσω, γιατί δεν θέλω να ξεχάσω όπως εσείς>>.

Η συζήτηση διακόπηκε από το τηλεφώνημα της αστυνομίας, που βρισκόταν ήδη κάτω από το διαμέρισμα μου. Κατέβασα τον μικρό στην είσοδο.

<<Καλή τύχη Αύγουστε>> του αποκρίθηκα.

<<Καλή τύχη και σε σας κυριά Κατερίνα>> μου απάντησε.

Καθώς ανέβαινα τις σκάλες σκεφτόμουν αυτό το παράξενο πρωινό. Τι απρόσμενη επίσκεψη σκέφτηκα και πόσα ερωτήματα μου είχε δημιουργήσει. Ποιος ήταν ο χαμένος τελικά; Και ποιος είχε σώσει ποιον; Και τι εννοούσε με το ότι εμείς οι μεγάλοι έχουμε ξεχάσει; Τι

σημασία όμως είχε να αναρωτιέμαι; Η λήθη θα με έβρισκε αργά ή γρήγορα και αυτή ήταν η μόνη απάντηση που είχα.



Σχόλια